Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μολόγημα — το βλ. ομολόγημα … Dictionary of Greek
ομολόγημα — και μολόγημα, το (Α ὁμολόγημα) [ομολογώ] 1. αυτό που ομολογήθηκε, η ομολογία 2. αυτό που συμφωνήθηκε, η συμφωνία αρχ. 1. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο 2. καθετί που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο … Dictionary of Greek